Η συγκέντρωση και ανάλυση στατιστικών δεδομένων για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία
Η συγκέντρωση και ανάλυση στατιστικών δεδομένων για τα άτομα με αναπηρία και για τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν κατά τη άσκηση των δικαιωμάτων τους, αποτελεί βασικό πυλώνα της ερευνητικής δραστηριότητας του Παρατηρητηρίου.
Η συλλογή, επεξεργασία και διάχυση δεδομένων αποτελεί υποχρέωση των κρατών που έχουν κυρώσει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες (άρθρο 31), υποχρέωση που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία, με το άρθρο 68 του νόμου ν. 4488/2017.
Για τον σχεδιασμό και τη διάχυση αυτών των στατιστικών, οι φορείς του ελληνικού στατιστικού συστήματος, υποχρεούνται να τελούν σε διαβούλευση με το Παρατηρητήριο Θεμάτων Αναπηρίας της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία.
Μεθοδολογική Προσέγγιση και διάχυση των στατιστικών δεδομένων στην κοινωνία
Το Παρατηρητήριο Θεμάτων Αναπηρίας, αντιμετωπίζει τα στατιστικά δεδομένα ως εν δυνάμει δείκτες παρακολούθησης της Σύμβασης, και εργάζεται ως εξής:
Έως σήμερα, έχουν δημοσιευτεί 6 Δελτία, με θέματα:
Τα δεδομένα αυτά μας επιτρέπουν να έχουμε μια πρώτη αποτύπωση των συνθηκών άσκησης των δικαιωμάτων, αναδεικνύοντας τις υφιστάμενες ανισότητες και τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν τα άτομα με αναπηρία σε βασικούς τομείς της δημόσιας ζωής.
Αποτελούν ένα στοιχειώδες γνωστικό υπόβαθρο για την χάραξη πολιτικών προτεραιοτήτων και στόχων αναφορικά με την εφαρμογή της Σύμβασης και την προώθηση της ίσης μεταχείρισης των ατόμων με αναπηρία στη χώρα.
Φτώχεια & Αναπηρία: “ζεύγος” αχώριστο…
Τα στοιχεία της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής ήταν αποκαρδιωτικά για την Ελλάδα το 2016, με τον συνολικό πληθυσμό των πολιτών που βρισκόταν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού να ανέρχεται στο 35,6% (3.789.300 άτομα).
Για τον πληθυσμό των ατόμων με αναπηρία και τις οικογένειές τους, ο «κίνδυνος της φτώχειας ή/και κοινωνικού αποκλεισμού», καταγράφηκε ακόμα πιο εκτεταμένος, επιβεβαιώνοντας την ισχυρή συσχέτιση της αναπηρίας με τη φτώχεια, αλλά και την επίδραση της βαρύτητας της αναπηρίας στη σχέση αυτή.
Σε κίνδυνο φτώχειας ή/και σε κοινωνικό αποκλεισμό βρίσκονταν το 2016, το 38,2% των ατόμων με σοβαρή αναπηρία/ περιορισμό δραστηριότητας (ηλικίας 16 και άνω), και το 43,5% των ατόμων που διαβιούν σε νοικοκυριά που έχουν μέλη με αναπηρία από 67% και άνω.
Η πραγματική έκταση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού των ατόμων με αναπηρία, αποκαλύπτεται εξετάζοντας τον δείκτη στις παραγωγικές ηλικίες 16-64 ετών, και λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα της αναπηρίας.
Απροσπέλαστος ο κόσμος της εργασίας για τα άτομα με αναπηρία στην Ελλάδα
Το κραυγαλέο χάσμα στα επίπεδα απασχόλησης του πληθυσμού των ατόμων με αναπηρία σε σύγκριση με τον πληθυσμό χωρίς αναπηρία, τα τεράστια ποσοστά των μη ενεργών ατόμων με αναπηρία, μεγάλο τμήμα του οποίου ανήκει στο απογοητευμένο εν δυνάμει εργατικό δυναμικό «discouraged job seekers», και τα ανησυχητικά ποσοστά των ανέργων, αποτελούν δεδομένα που σκιαγραφούν ένα εργασιακό πεδίο απροσπέλαστο για τα άτομα με αναπηρία.
Ο πολιτισμός δεν είναι για όλους…
Άρρηκτα συνδεδεμένοι με τον κοινωνικό αποκλεισμό, είναι και οι δείκτες κοινωνικής και πολιτιστικής συμμετοχής που παρουσιάστηκαν στο 4 Δελτίο του Παρατηρητηρίου.
Τα στοιχεία του Δελτίου καθιστούν φανερό ότι στην Ελλάδα τα άτομα με αναπηρία αποκλείονται και από τα πεδία της πολιτιστικής, αθλητικής και κοινωνικής ζωής, με αποτέλεσμα να στερούνται του δικαιώματος τους σε πλήρη και ισότιμη ένταξη στην κοινωνία, όπως αυτό πραγματώνεται και μέσω της συμμετοχής στα αγαθά του πολιτισμού, της ψυχαγωγίας, του ελεύθερου χρόνου και του αθλητισμού, σύμφωνα με το άρθρο 30 της Σύμβασης.
"Το δικαίωμα στην εκπαίδευση είναι ίσως το πιο αποτελεσματικό μέσο για την επίτευξη ίσων ευκαιριών για τα άτομα με αναπηρία" (De Beco, G, 2016)
Στα βασικά συμπεράσματα του δελτίου επισημαίνεται ότι η πλειονότητα των μέτρων που λαμβάνονται προς την κατεύθυνση της ενταξιακής/ συμπεριληπτικής εκπαίδευσης περιορίζονται κυρίως στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, γεγονός που αναχαιτίζει την πραγματική δυνατότητα κοινωνικής και επαγγελματικής ένταξης των ατόμων με αναπηρία στο μέλλον.
Συμπερασματικά, Η Ε.Σ.Α.μεΑ. σημειώνει στο 5ο δελτίο ότι η de facto εγγραφή μαθητών με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στα γενικά σχολεία, δεν συνιστά ουσιαστική ένταξη σε ένα συμπεριληπτικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Σε αυτό το Δελτίο, εγκαινιάσαμε την ενασχόλησή του Παρατηρητηρίου με τα δεδομένα του ειδικού Ευρωβαρόμετρου για τις διακρίσεις στην Ε.Ε.
Στο δελτίο, παρουσιάζονται οι διαχρονικές εξελίξεις μέσω της δικής μας δευτερογενούς στατιστικής επεξεργασίας των στοιχείων για τα έτη 2019, 2015, 2012, 2009, 2006 (έτη διενέργειας της έρευνας).
Στην έρευνα εξετάζονται, οι αντιλήψεις των πολιτών σχετικά με τη διάδοση των διακρίσεων στη χώρα τους, οι στάσεις απέναντι σε κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται σε κίνδυνο διάκρισης, οι προσωπικές εμπειρίες διάκρισης, οι αντιλήψεις για τις ίσες ευκαιρίες στην απασχόληση καθώς και για τις πολιτικές κατά των διακρίσεων.
Τα στατιστικά αυτά στοιχεία είναι άκρως ενδιαφέροντα ως προς την πορεία εφαρμογής της Σύμβασης, αποτελώντας δείκτες για την παρακολούθηση/αξιολόγηση της υλοποίησης του άρθρου 5 για την ισότητα και τη μη-διάκριση, αλλά και του άρθρου 8 για την Αφύπνιση της κοινωνίας (Raise Awareness).
Τα στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι παρόλο που η Ελληνική κοινωνία, έχει κάνει ουσιαστικά βήματα προς την αποδοχή της αναπηρίας ως μέρος της ανθρώπινης ποικιλομορφίας, οι διακρίσεις λόγω αναπηρίας στην Ελλάδα παραμένουν εκτεταμένες, και εξακολουθούν να υφέρπουν στις αντιλήψεις και στις στάσεις των πολιτών αρνητικά στερεότυπα και προκαταλήψεις για τα άτομα με αναπηρία.
Τα ευρήματα του 6ου δελτίου, ενισχύουν την απαίτηση προς το ελληνικό κράτος, να λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 8 της Σύμβασης, ώστε να εμπεδωθεί πλέον στην κοινωνία μας η σύγχρονη αντίληψη για την αναπηρία, ως μέρος της ανθρώπινης ποικιλομορφίας.
Επιβεβαιώνεται και από αυτά τα δεδομένα η επιτακτική αναγκαιότητα για επέκταση της νομικής προστασίας κατά των διακρίσεων λόγω αναπηρίας πέραν του πεδίου της απασχόλησης, ως κομβική προϋπόθεση ενός ολοκληρωμένου εθνικού σχεδίου εφαρμογής της Σύμβασης, σύμφωνα και με τις συστάσεις της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών.